- ξυλοσχίστης
- και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης)αυτός που σχίζει ξύλανεοελλ.μτφ.1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής2. αμαθής, αγράμματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοσχίστας — ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc acc pl ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοσκίστης — ο βλ. ξυλοσχίστης … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek